- αβάρα
- βλ. αβαράρω.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αβαράρω — και αβαρέρνω και αβαραρίζω 1. καθελκύω πλοίο 2. απομακρύνω βάρκα ή άλλο μικρό πλεούμενο από κάπου με τα χέρια, τα κουπιά ή γάντζο 3. απομακρύνω κάτι από κοντά μου, αποφεύγω τον κίνδυνο, αποκρούω, αμύνομαι 4. (η προστ. ως ναυτικός όρος) αβάρα! α)… … Dictionary of Greek
αβαράρω — (λ. ιταλ.), αόρ. αβάραρα, προστ. αβάρα, απωθώ, απομακρύνω πλοίο: Αβάρα από δω! … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… … Dictionary of Greek
απωθώ — ησα, ήθηκα, ωθημένος, απομακρύνω με σπρώξιμο, αποκρούω: Η αστυνομία τελικά απώθησε τους διαδηλωτές. Η αρχαία προστ. του αορ. άπωσον ως ναυτικό παράγγελμα: σπρώξε μακριά, αβάρα! … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)